ακρεμών

ακρεμών
ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα *ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο τού ἀγρεμών*. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών*.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκρεμών — ἀκρέμων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρέμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνα — ἀκρέμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνας — ἀκρέμων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνες — ἀκρέμων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνεσσι — ἀκρέμων masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνεσσιν — ἀκρέμων masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνος — ἀκρέμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόνων — ἀκρέμων masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμόσι — ἀκρέμων masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”